Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλικός
μέταλλον
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μετάμελος
μεταμέλπομαι
View word page
μεταλλεύω
μεταλλεύω fut. σω μέταλλον to get by mining:—Pass. to be got by mining, of metals, Plat., etc. generally, to explore, Anth.
ShortDef
to get by mining
Debugging
Headword:
μεταλλεύω
Headword (normalized):
μεταλλεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταλλευω
IDX:
20876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20897
Key:
metalleu/w
Data
{'content': 'μεταλλεύω\n fut. σω\n μέταλλον\n to get by mining:—Pass. to be got by mining, of metals, Plat., etc.\n generally, to explore, Anth.', 'key': 'metalleu/w'}