Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλικός
μέταλλον
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μετάμελος
View word page
μεταλλευτικός
μεταλλευτικός μεταλλευτικός, ή, όν skilled in searching for metals: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of mining, Arist. from μεταλλεύω
ShortDef
skilled in searching for metals
Debugging
Headword:
μεταλλευτικός
Headword (normalized):
μεταλλευτικός
Headword (normalized/stripped):
μεταλλευτικος
IDX:
20875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20896
Key:
metalleutiko/s
Data
{'content': 'μεταλλευτικός\n μεταλλευτικός, ή, όν\n skilled in searching for metals: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of mining, Arist.\n from μεταλλεύω', 'key': 'metalleutiko/s'}