Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλικός
μέταλλον
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
View word page
μεταλλάσσω
μεταλλάσσω Attic -ττς fut. ξω to change, alter, Hdt. to exchange, to take in exchange, adopt, assume, ὀρνίθων φύσιν Ar.; so, μ. τόπον, χώραν to go into a new country, Plat. to exchange by leaving, to quit, μ. τὸν βίον Isocr.; so, μεταλλάσσειν alone, Plat. intr. to undergo a change, Hdt.

ShortDef

to change, alter

Debugging

Headword:
μεταλλάσσω
Headword (normalized):
μεταλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταλλασσω
IDX:
20870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20891
Key:
metalla/ssw

Data

{'content': 'μεταλλάσσω\n Attic -ττς\n fut. ξω\n to change, alter, Hdt.\n to exchange, \n to take in exchange, adopt, assume, ὀρνίθων φύσιν Ar.; so, μ. τόπον, χώραν to go into a new country, Plat.\n to exchange by leaving, to quit, μ. τὸν βίον Isocr.; so, μεταλλάσσειν alone, Plat.\n intr. to undergo a change, Hdt.', 'key': 'metalla/ssw'}