Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
View word page
μεταλήγω
μεταλήγω Epic μεταλ-λήγω fut. ξω to leave off, cease from, c. gen., Il.
ShortDef
to leave off, cease from
Debugging
Headword:
μεταλήγω
Headword (normalized):
μεταλήγω
Headword (normalized/stripped):
μεταληγω
IDX:
20865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20886
Key:
metalh/gw
Data
{'content': 'μεταλήγω\n Epic μεταλ-λήγω\n fut. ξω\n to leave off, cease from, c. gen., Il.', 'key': 'metalh/gw'}