Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλευτής
View word page
μεταλαμβάνω
μεταλαμβάνω fut. -λήψομαι to have or get a share of, to partake of a thing, c. gen., Hdt., etc.:—Mid., μεταλαμβάνεσθαί τινος to get possession of, lay claim to, Hdt. the part received is sometimes added in acc., μ. μοῖραν or μέρος τινός Eur., etc.; μ. τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Plat. c. gen. pers. to share his society, Xen.: in bad sense, to lay hold of, accuse, Ar. to take after another, to succeed to, c. acc., Xen. to take in exchange, substitute, πόλεμον ἀντʼ εἰρήνης Thuc.; μ. τὰ ἐπιτηδεύματα to adopt new customs, Thuc.; ἱμάτια μ. Xen. to interchange, Plat.

ShortDef

to have or get a share of

Debugging

Headword:
μεταλαμβάνω
Headword (normalized):
μεταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
μεταλαμβανω
IDX:
20864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20885
Key:
metalamba/nw

Data

{'content': 'μεταλαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to have or get a share of, to partake of a thing, c. gen., Hdt., etc.:—Mid., μεταλαμβάνεσθαί τινος to get possession of, lay claim to, Hdt.\n the part received is sometimes added in acc., μ. μοῖραν or μέρος τινός Eur., etc.; μ. τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Plat.\n c. gen. pers. to share his society, Xen.: in bad sense, to lay hold of, accuse, Ar.\n to take after another, to succeed to, c. acc., Xen.\n to take in exchange, substitute, πόλεμον ἀντʼ εἰρήνης Thuc.; μ. τὰ ἐπιτηδεύματα to adopt new customs, Thuc.; ἱμάτια μ. Xen.\n to interchange, Plat.', 'key': 'metalamba/nw'}