Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
View word page
μεταλαγχάνω
μεταλαγχάνω fut. -λήξομαι to have a share of a thing allotted one, c. gen., Plat.; also, μ. μέρος τινός Eur.

ShortDef

to have a share

Debugging

Headword:
μεταλαγχάνω
Headword (normalized):
μεταλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
μεταλαγχανω
IDX:
20863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20884
Key:
metalagxa/nw

Data

{'content': 'μεταλαγχάνω\n fut. -λήξομαι\n to have a share of a thing allotted one, c. gen., Plat.; also, μ. μέρος τινός Eur.', 'key': 'metalagxa/nw'}