Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάσσω
View word page
μετακομίζω
μετακομίζω fut. σω to transport, Plat.:—Mid. to cause to be carried over, Lycurg.
ShortDef
to transport
Debugging
Headword:
μετακομίζω
Headword (normalized):
μετακομίζω
Headword (normalized/stripped):
μετακομιζω
IDX:
20860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20881
Key:
metakomi/zw
Data
{'content': 'μετακομίζω\n fut. σω\n to transport, Plat.:—Mid. to cause to be carried over, Lycurg.', 'key': 'metakomi/zw'}