Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
μετάλλαξις
View word page
μετάκοινος
μετάκοινος μετά-κοινος, ον sharing in common, partaking, Aesch.; τινι with another, Aesch.

ShortDef

sharing in common, partaking

Debugging

Headword:
μετάκοινος
Headword (normalized):
μετάκοινος
Headword (normalized/stripped):
μετακοινος
IDX:
20859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20880
Key:
meta/koinos

Data

{'content': 'μετάκοινος\n μετά-κοινος, ον\n sharing in common, partaking, Aesch.; τινι with another, Aesch.', 'key': 'meta/koinos'}