Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
μεταλλαγή
μεταλλακτός
View word page
μετακοιμίζομαι
μετακοιμίζομαι aor1 μετ-εκοιμίσθην Pass. to change to a state of sleep, to be lulled to sleep, Aesch.
ShortDef
to change to a state of sleep, to be lulled to sleep
Debugging
Headword:
μετακοιμίζομαι
Headword (normalized):
μετακοιμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετακοιμιζομαι
IDX:
20858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20879
Key:
metakoimi/zomai
Data
{'content': 'μετακοιμίζομαι\n aor1 μετ-εκοιμίσθην\n Pass. to change to a state of sleep, to be lulled to sleep, Aesch.', 'key': 'metakoimi/zomai'}