Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλήγω
μετάληψις
View word page
μετακλαίω
μετακλαίω fut. -κλαύσομαι to weep afterwards or too late, Il.:—Mid. to lament after or next, Eur.
ShortDef
to weep afterwards
Debugging
Headword:
μετακλαίω
Headword (normalized):
μετακλαίω
Headword (normalized/stripped):
μετακλαιω
IDX:
20856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20877
Key:
metaklai/w
Data
{'content': 'μετακλαίω\n fut. -κλαύσομαι\n to weep afterwards or too late, Il.:—Mid. to lament after or next, Eur.', 'key': 'metaklai/w'}