Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
View word page
μετακινέω
μετακινέω fut. ήσω to transpose, shift, remove, Hdt.:— Mid. to go from one place to another, Hdt. to change, alter, τὴν πολιτείαν Dem.

ShortDef

to transpose, shift, remove

Debugging

Headword:
μετακινέω
Headword (normalized):
μετακινέω
Headword (normalized/stripped):
μετακινεω
IDX:
20853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20874
Key:
metakine/w

Data

{'content': 'μετακινέω\n fut. ήσω\n to transpose, shift, remove, Hdt.:— Mid. to go from one place to another, Hdt.\n to change, alter, τὴν πολιτείαν Dem.', 'key': 'metakine/w'}