Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
μετακύμιος
View word page
μετακιάθω
μετακιάθω imperf. μετεκίαθον only in imperf. μετεκίαθον to follow after, absol., Il.: c. acc. to chase, Τρῶας μετεκίαθε Il. to go to visit, Αἰθίοπας μετεκίαθε Od.

ShortDef

to follow after

Debugging

Headword:
μετακιάθω
Headword (normalized):
μετακιάθω
Headword (normalized/stripped):
μετακιαθω
IDX:
20852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20873
Key:
metakia/qw

Data

{'content': 'μετακιάθω\n imperf. μετεκίαθον\n only in imperf. μετεκίαθον\n to follow after, absol., Il.: c. acc. to chase, Τρῶας μετεκίαθε Il.\n to go to visit, Αἰθίοπας μετεκίαθε Od.', 'key': 'metakia/qw'}