Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
μετακομίζω
μετακυλίνδω
View word page
μετακαλέω
μετακαλέω fut. έσω to call away to another place, Aeschin.: to call back, recall, Thuc. in Mid. to call in a physician, Luc.

ShortDef

to call away to another place

Debugging

Headword:
μετακαλέω
Headword (normalized):
μετακαλέω
Headword (normalized/stripped):
μετακαλεω
IDX:
20851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20872
Key:
metakale/w

Data

{'content': 'μετακαλέω\n fut. έσω\n to call away to another place, Aeschin.: to call back, recall, Thuc.\n in Mid. to call in a physician, Luc.', 'key': 'metakale/w'}