Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταζεύγνυμι
μετάθεσις
μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
μετάκοινος
View word page
μετακαθέζομαι
μετακαθέζομαι Mid. to change oneʼs seat, Luc.

ShortDef

to change one's seat

Debugging

Headword:
μετακαθέζομαι
Headword (normalized):
μετακαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετακαθεζομαι
IDX:
20849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20870
Key:
metakaqe/zomai

Data

{'content': 'μετακαθέζομαι\n Mid. to change oneʼs seat, Luc.', 'key': 'metakaqe/zomai'}