Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέταζε
μεταζεύγνυμι
μετάθεσις
μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
μετακοιμίζομαι
View word page
μεταίχμιος
μεταίχμιος μετ-αίχμιος, ον αἰχμή between two armies:—as Subst. μεταίχμιον, ου, τό, the space between two armies, Hdt., Eur.; ἐν μεταιχμίοις δορός Eur. a disputed frontier, debateable land, Hdt.:—metaph., ἐν μεταιχμίῳ σκότου in the border-land between light and darkness, Aesch. what is midway between, c. gen., ἀνὴρ γυνή τε χὤτι τῶν μεταίχμιον Aesch.; πεδαίχμιοι λαμπάδες hanging in mid air, Aesch.

ShortDef

between two armies

Debugging

Headword:
μεταίχμιος
Headword (normalized):
μεταίχμιος
Headword (normalized/stripped):
μεταιχμιος
IDX:
20848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20869
Key:
metai/xmios

Data

{'content': 'μεταίχμιος\n μετ-αίχμιος, ον\n αἰχμή\n between two armies:—as Subst. μεταίχμιον, ου, τό, the space between two armies, Hdt., Eur.; ἐν μεταιχμίοις δορός Eur.\n a disputed frontier, debateable land, Hdt.:—metaph., ἐν μεταιχμίῳ σκότου in the border-land between light and darkness, Aesch.\n what is midway between, c. gen., ἀνὴρ γυνή τε χὤτι τῶν μεταίχμιον Aesch.; πεδαίχμιοι λαμπάδες hanging in mid air, Aesch.', 'key': 'metai/xmios'}