μεταίχμιος
μεταίχμιος
μετ-αίχμιος, ον
αἰχμή
between two armies:—as Subst. μεταίχμιον, ου, τό, the space between two armies, Hdt., Eur.; ἐν μεταιχμίοις δορός Eur.
a disputed frontier, debateable land, Hdt.:—metaph., ἐν μεταιχμίῳ σκότου in the border-land between light and darkness, Aesch.
what is midway between, c. gen., ἀνὴρ γυνή τε χὤτι τῶν μεταίχμιον Aesch.; πεδαίχμιοι λαμπάδες hanging in mid air, Aesch.