Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μετάθεσις
μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
μετακλαίω
μετακλίνω
View word page
μεταίτιος
μεταίτιος μετ-αίτιος, ον c. gen. rei, being in part the cause of a thing, accessory to it, c. gen., Hdt., Attic: —c. dat. pers., θεοὺς τοὺς ἐμοὶ μεταιτίους νόστου who were accessory to my return, Aesch.

ShortDef

being in part the cause of

Debugging

Headword:
μεταίτιος
Headword (normalized):
μεταίτιος
Headword (normalized/stripped):
μεταιτιος
IDX:
20847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20868
Key:
metai/tios

Data

{'content': 'μεταίτιος\n μετ-αίτιος, ον\n c. gen. rei, being in part the cause of a thing, accessory to it, c. gen., Hdt., Attic: —c. dat. pers., θεοὺς τοὺς ἐμοὶ μεταιτίους νόστου who were accessory to my return, Aesch.', 'key': 'metai/tios'}