Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μετάθεσις
μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
μετακινητός
View word page
μεταιτέω
μεταιτέω fut. ήσω to demand oneʼs share of a thing, c. gen., Hdt.: also μεταιτεῖν μέρος τινός Ar.:—absol., μ. παρά τινος Dem. to beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar. to beg, solicit, Luc.

ShortDef

to demand one's share of

Debugging

Headword:
μεταιτέω
Headword (normalized):
μεταιτέω
Headword (normalized/stripped):
μεταιτεω
IDX:
20845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20866
Key:
metaite/w

Data

{'content': 'μεταιτέω\n fut. ήσω\n to demand oneʼs share of a thing, c. gen., Hdt.: also μεταιτεῖν μέρος τινός Ar.:—absol., μ. παρά τινος Dem.\n to beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.\n to beg, solicit, Luc.', 'key': 'metaite/w'}