Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μετάθεσις
μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
μετακινέω
μετακινητέος
View word page
μεταΐσσω
μεταΐσσω fut. ξω to rush after, rush upon an enemy, Hom. μ. τινά to follow him closely, Pind.

ShortDef

rush after, rush upon

Debugging

Headword:
μεταΐσσω
Headword (normalized):
μεταΐσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταισσω
IDX:
20844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20865
Key:
metai/ssw

Data

{'content': 'μεταΐσσω\n fut. ξω\n to rush after, rush upon an enemy, Hom.\n μ. τινά to follow him closely, Pind.', 'key': 'metai/ssw'}