Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετάδοσις
μεταδοτέος
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μετάθεσις
μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακιάθω
View word page
μεταΐζω
μεταΐζω poet. for μεθ-ίζω to seat oneself with or beside, Od.
ShortDef
sit among
Debugging
Headword:
μεταΐζω
Headword (normalized):
μεταΐζω
Headword (normalized/stripped):
μεταιζω
IDX:
20842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20863
Key:
metai/zw
Data
{'content': 'μεταΐζω\n poet. for μεθ-ίζω\n to seat oneself with or beside, Od.', 'key': 'metai/zw'}