Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταδόρπιος
μετάδοσις
μεταδοτέος
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μετάθεσις
μεταθέω
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαινίζω
μετακαλέω
View word page
μεταθέω
μεταθέω fut. -θεύσομαι to run after, chase, Xen., etc. to hunt or range over, τὰ ὄρη Xen.: absol. to hunt about, range, Xen.
ShortDef
to run after, chase
Debugging
Headword:
μεταθέω
Headword (normalized):
μεταθέω
Headword (normalized/stripped):
μεταθεω
IDX:
20841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20862
Key:
metaqe/w
Data
{'content': 'μεταθέω\n fut. -θεύσομαι\n to run after, chase, Xen., etc.\n to hunt or range over, τὰ ὄρη Xen.: absol. to hunt about, range, Xen.', 'key': 'metaqe/w'}