Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέος
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδίδωμι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μετάδοσις
μεταδοτέος
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
View word page
μεταδοκέω
μεταδοκέω fut. -δόξω perf. pass. -δέδογμαι to change oneʼs opinion:—mostly impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in fear lest they should change their mind, Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι you changed your mind and thought that this was better, Luc.:—part., μεταδόξαν when they changed their mind, Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι since I have changed my mind and resolved not to march, Hdt.

ShortDef

to change one's opinion

Debugging

Headword:
μεταδοκέω
Headword (normalized):
μεταδοκέω
Headword (normalized/stripped):
μεταδοκεω
IDX:
20829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20850
Key:
metadoke/w

Data

{'content': 'μεταδοκέω\n fut. -δόξω\n perf. pass. -δέδογμαι\n to change oneʼs opinion:—mostly impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in fear lest they should change their mind, Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι you changed your mind and thought that this was better, Luc.:—part., μεταδόξαν when they changed their mind, Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι since I have changed my mind and resolved not to march, Hdt.', 'key': 'metadoke/w'}