Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μεταγειτνιών
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέος
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδίδωμι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μετάδοσις
μεταδοτέος
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
View word page
μεταδίδωμι
μεταδίδωμι fut. -δώσω to give part of, give a share of a thing, c. gen., Theogn., Hdt., Attic the part given is sometimes expressed, μ. τὸ τριτημόριόν τινι Hdt.; μ. τὸ μέρος Xen.

ShortDef

to give part of, give a share of

Debugging

Headword:
μεταδίδωμι
Headword (normalized):
μεταδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
μεταδιδωμι
IDX:
20826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20847
Key:
metadi/dwmi

Data

{'content': 'μεταδίδωμι\n fut. -δώσω\n to give part of, give a share of a thing, c. gen., Theogn., Hdt., Attic\n the part given is sometimes expressed, μ. τὸ τριτημόριόν τινι Hdt.; μ. τὸ μέρος Xen.', 'key': 'metadi/dwmi'}