Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέος
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδίδωμι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μετάδοσις
μεταδοτέος
μετάδουπος
μεταδρομάδην
View word page
μεταδιαιτάω
μεταδιαιτάω fut. ήσω to change oneʼs way of life, Luc.

ShortDef

to change one's way of life

Debugging

Headword:
μεταδιαιτάω
Headword (normalized):
μεταδιαιτάω
Headword (normalized/stripped):
μεταδιαιταω
IDX:
20825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20846
Key:
metadiaita/w

Data

{'content': 'μεταδιαιτάω\n fut. ήσω\n to change oneʼs way of life, Luc.', 'key': 'metadiaita/w'}