Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταβολή
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέος
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδίδωμι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μετάδοσις
View word page
μεταδαίνυμαι
μεταδαίνυμαι fut. -δαίσομαι Dep. to share the feast with another, c. dat., Hom.:— to partake of a thing, c. gen., Il.
ShortDef
to share the feast with
Debugging
Headword:
μεταδαίνυμαι
Headword (normalized):
μεταδαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
μεταδαινυμαι
IDX:
20822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20843
Key:
metadai/numai
Data
{'content': 'μεταδαίνυμαι\n fut. -δαίσομαι\n Dep. to share the feast with another, c. dat., Hom.:— to partake of a thing, c. gen., Il.', 'key': 'metadai/numai'}