Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβολή
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέος
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδίδωμι
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
View word page
μεταγράφω
μεταγράφω fut. ψω to write differently, to alter or correct what one has written, Eur., Thuc.; in a trial, to alter the record, Dem. to translate, Luc.: Mid., τὰς ἐπιστολὰς μεταγραψάμενοι having got them translated, Thuc. to transcribe, Luc.

ShortDef

to write differently, to alter

Debugging

Headword:
μεταγράφω
Headword (normalized):
μεταγράφω
Headword (normalized/stripped):
μεταγραφω
IDX:
20820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20841
Key:
metagra/fw

Data

{'content': 'μεταγράφω\n fut. ψω\n to write differently, to alter or correct what one has written, Eur., Thuc.; in a trial, to alter the record, Dem.\n to translate, Luc.: Mid., τὰς ἐπιστολὰς μεταγραψάμενοι having got them translated, Thuc.\n to transcribe, Luc.', 'key': 'metagra/fw'}