Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεσσόθεν
μεσσόθι
μεστός
μεστόω
μέσφα
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβολή
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
μετάγω
μεταδαίνυμαι
μεταδετέος
View word page
μεταβουλεύω
μεταβουλεύω fut. σω to alter oneʼs plans, change oneʼs mind, Od.; but commonly as Dep. μεταβουλεύομαι, Hdt., Eur.; μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα to change oneʼs mind and not march, Hdt.

ShortDef

to alter one's plans, change one's mind

Debugging

Headword:
μεταβουλεύω
Headword (normalized):
μεταβουλεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταβουλευω
IDX:
20813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20834
Key:
metabouleu/w

Data

{'content': 'μεταβουλεύω\n fut. σω\n to alter oneʼs plans, change oneʼs mind, Od.; but commonly as Dep. μεταβουλεύομαι, Hdt., Eur.; μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα to change oneʼs mind and not march, Hdt.', 'key': 'metabouleu/w'}