Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεσουράνησις
μεσόω
μέσσατος
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεστός
μεστόω
μέσφα
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβολή
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μετάγνωσις
μεταγράφω
View word page
μεταβλητέος
μεταβλητέος μεταβλητέος, ον verb. adj. of μεταβάλλω one must change, trans., τινὰ εἴς τι Plat. intr., Plat.
ShortDef
one must change
Debugging
Headword:
μεταβλητέος
Headword (normalized):
μεταβλητέος
Headword (normalized/stripped):
μεταβλητεος
IDX:
20810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20831
Key:
metablhte/os
Data
{'content': 'μεταβλητέος\n μεταβλητέος, ον\n verb. adj. of μεταβάλλω\n one must change, trans., τινὰ εἴς τι Plat.\n intr., Plat.', 'key': 'metablhte/os'}