Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεσότομος
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσόω
μέσσατος
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεστός
μεστόω
μέσφα
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβολή
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
View word page
μετάβασις
μετάβασις μετάβᾰσις, ιος, ἡ, μεταβαίνω a passing over, migration, Plut. change, revolution in government, Plat. transition from one to another, Luc.
ShortDef
a passing over, migration
Debugging
Headword:
μετάβασις
Headword (normalized):
μετάβασις
Headword (normalized/stripped):
μεταβασις
IDX:
20808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20829
Key:
meta/basis
Data
{'content': 'μετάβασις\n μετάβᾰσις, ιος, ἡ,\n μεταβαίνω\n a passing over, migration, Plut.\n change, revolution in government, Plat.\n transition from one to another, Luc.', 'key': 'meta/basis'}