Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεσότοιχον
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσόω
μέσσατος
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεστός
μεστόω
μέσφα
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβολή
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
Μεταγειτνιών
View word page
μεστόω
μεστόω μεστός to fill full of a thing, c. gen., Soph.:—Pass. to be filled or full of, Soph.
ShortDef
to fill full of
Debugging
Headword:
μεστόω
Headword (normalized):
μεστόω
Headword (normalized/stripped):
μεστοω
IDX:
20806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20827
Key:
mesto/w
Data
{'content': 'μεστόω\n μεστός\n to fill full of a thing, c. gen., Soph.:—Pass. to be filled or full of, Soph.', 'key': 'mesto/w'}