Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεσοσχιδής
μεσότης
μεσότοιχον
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσόω
μέσσατος
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεστός
μεστόω
μέσφα
μετάβασις
μεταβιβάζω
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβολή
μεταβουλεύω
μετάβουλος
View word page
μεσσόθι
μεσσόθι adverb for μεσόθι in the middle, Hes.

ShortDef

in the middle

Debugging

Headword:
μεσσόθι
Headword (normalized):
μεσσόθι
Headword (normalized/stripped):
μεσσοθι
IDX:
20804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20825
Key:
messo/qi

Data

{'content': 'μεσσόθι\n adverb for μεσόθι\n in the middle, Hes.', 'key': 'messo/qi'}