μέσσατος
μέσσατος
μέσσᾰτος, η, ον
irreg. Sup. of μέσσος, μέσος
midmost, Il.; Attic μέσατος, Ar.
{ "content": "μέσσατος\n μέσσᾰτος, η, ον\n irreg. Sup. of μέσσος, μέσος\n midmost, Il.; Attic μέσατος, Ar.", "key": "me/ssatos" }