Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεσοπαγής
μεσοπόλιος
μεσοπορέω
μεσοπόρος
μεσοποτάμιος
μέσος
μεσοσχιδής
μεσότης
μεσότοιχον
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσόω
μέσσατος
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεστός
μεστόω
μέσφα
μετάβασις
View word page
μεσότομος
μεσότομος τέμνω cut through the middle, Anth.

ShortDef

cut through the middle

Debugging

Headword:
μεσότομος
Headword (normalized):
μεσότομος
Headword (normalized/stripped):
μεσοτομος
IDX:
20798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20819
Key:
meso/tomos

Data

{'content': 'μεσότομος\n τέμνω\n cut through the middle, Anth.', 'key': 'meso/tomos'}