Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεσόγεως
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσολαβής
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπαγής
μεσοπόλιος
μεσοπορέω
μεσοπόρος
μεσοποτάμιος
μέσος
μεσοσχιδής
μεσότης
μεσότοιχον
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσόω
View word page
μεσοπόρος
μεσοπόρος going in the middle, μ. διʼ αἰθέρος through mid- air, Eur.
ShortDef
going in the middle
Debugging
Headword:
μεσοπόρος
Headword (normalized):
μεσοπόρος
Headword (normalized/stripped):
μεσοπορος
IDX:
20791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20812
Key:
mesopo/ros
Data
{'content': 'μεσοπόρος\n going in the middle, μ. διʼ αἰθέρος through mid- air, Eur.', 'key': 'mesopo/ros'}