Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεσοβασιλεία
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγεως
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσολαβής
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπαγής
μεσοπόλιος
μεσοπορέω
μεσοπόρος
μεσοποτάμιος
μέσος
μεσοσχιδής
μεσότης
μεσότοιχον
μεσοτομέω
μεσότομος
View word page
μεσοπαγής
μεσοπαγής μεσο-πᾰγής, ές πήγνυμι fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δʼ ἄρʼ ἔθηκε ἔγχος drove the spear in up to the middle, Il.
ShortDef
fixed up to the middle
Debugging
Headword:
μεσοπαγής
Headword (normalized):
μεσοπαγής
Headword (normalized/stripped):
μεσοπαγης
IDX:
20788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20809
Key:
mesopagh/s
Data
{'content': 'μεσοπαγής\n μεσο-πᾰγής, ές\n πήγνυμι\n fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δʼ ἄρʼ ἔθηκε ἔγχος drove the spear in up to the middle, Il.', 'key': 'mesopagh/s'}