Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεσημέριος
μεσήρης
μεσίδιος
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγεως
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσολαβής
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπαγής
μεσοπόλιος
μεσοπορέω
μεσοπόρος
μεσοποτάμιος
View word page
μεσόγραφος
μεσόγραφος μεσό-γρᾰφος, ον γράφω drawn in the middle: τὸ μ. a mean proportional found by the μεσόλαβος, Anth.
ShortDef
drawn in the middle
Debugging
Headword:
μεσόγραφος
Headword (normalized):
μεσόγραφος
Headword (normalized/stripped):
μεσογραφος
IDX:
20782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20803
Key:
meso/grafos
Data
{'content': 'μεσόγραφος\n μεσό-γρᾰφος, ον\n γράφω\n drawn in the middle: τὸ μ. a mean proportional found by the μεσόλαβος, Anth.', 'key': 'meso/grafos'}