μεσόγεως
μεσόγεως, ων,
Attic for μεσόγαιος
μεσόγεως As adj., Plat.
as Subst., μεσογαία, the inland parts, interior, Lat. loca mediterranea, Hdt.; so, μεσογεία, ἡ, Thuc., Dem.
{'content': 'μεσόγεως\n μεσόγεως, ων,\n Attic for μεσόγαιος\n μεσόγεως As adj., Plat.\n as Subst., μεσογαία, the inland parts, interior, Lat. loca mediterranea, Hdt.; so, μεσογεία, ἡ, Thuc., Dem.', 'key': 'meso/gews'}