Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεσημβρινός
μεσημέριος
μεσήρης
μεσίδιος
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγεως
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσολαβής
μεσόλευκος
μεσόμφαλος
μεσονύκτιος
μεσοπαγής
μεσοπόλιος
μεσοπορέω
μεσοπόρος
View word page
μεσόγεως
μεσόγεως μεσόγεως, ων, Attic for μεσόγαιος μεσόγεως As adj., Plat. as Subst., μεσογαία, the inland parts, interior, Lat. loca mediterranea, Hdt.; so, μεσογεία, ἡ, Thuc., Dem.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσόγεως
Headword (normalized):
μεσόγεως
Headword (normalized/stripped):
μεσογεως
IDX:
20781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20802
Key:
meso/gews

Data

{'content': 'μεσόγεως\n μεσόγεως, ων,\n Attic for μεσόγαιος\n μεσόγεως As adj., Plat.\n as Subst., μεσογαία, the inland parts, interior, Lat. loca mediterranea, Hdt.; so, μεσογεία, ἡ, Thuc., Dem.', 'key': 'meso/gews'}