Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
μεσημβρία
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσημέριος
μεσήρης
μεσίδιος
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
μεσόγεως
μεσόγραφος
μεσόδμη
μεσολαβής
View word page
μεσίδιος
μεσίδιος μεσίδιος, poet. μεσσ-ος, η, ον = μέσος, δικαστὴς μ. = μεσιτής, Arist.
ShortDef
middle
Debugging
Headword:
μεσίδιος
Headword (normalized):
μεσίδιος
Headword (normalized/stripped):
μεσιδιος
IDX:
20774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20795
Key:
mesi/dios
Data
{'content': 'μεσίδιος\n μεσίδιος, poet. μεσσ-ος, η, ον\n = μέσος, δικαστὴς μ.\n = μεσιτής, Arist.', 'key': 'mesi/dios'}