μεσίδιος
μεσίδιος
μεσίδιος, poet. μεσσ-ος, η, ον
= μέσος, δικαστὴς μ.
= μεσιτής, Arist.
{ "content": "μεσίδιος\n μεσίδιος, poet. μεσσ-ος, η, ον\n = μέσος, δικαστὴς μ.\n = μεσιτής, Arist.", "key": "mesi/dios" }