Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
μεσημβρία
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσημέριος
μεσήρης
μεσίδιος
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
μεσοβασιλεύς
μεσόγαιος
View word page
μεσημβρίζω
μεσημβρίζω μεσημβρίζω, = μεσημβριάζω, Strab.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεσημβρίζω
Headword (normalized):
μεσημβρίζω
Headword (normalized/stripped):
μεσημβριζω
IDX:
20770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20791
Key:
meshmbri/zw
Data
{'content': 'μεσημβρίζω\n μεσημβρίζω,\n = μεσημβριάζω, Strab.', 'key': 'meshmbri/zw'}