μεσημβρία
for μεσημερία
mid-day, noon, Hdt.; μεσαμβρίης at noon, Hdt.; τῆς μεσημβρίας Ar.; so, τῇ μεσαμβρίῃ Hdt.; ἐν μεσημβρίᾳ Thuc.; μ. ἵσταται ʼtis high noon, Plat.
the parts towards noon, the South, Hdt.
{'content': 'μεσημβρία\n for μεσημερία\n mid-day, noon, Hdt.; μεσαμβρίης at noon, Hdt.; τῆς μεσημβρίας Ar.; so, τῇ μεσαμβρίῃ Hdt.; ἐν μεσημβρίᾳ Thuc.; μ. ἵσταται ʼtis high noon, Plat.\n the parts towards noon, the South, Hdt.', 'key': 'meshmbri/a'}