Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
μεσημβρία
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσημέριος
μεσήρης
μεσίδιος
μεσιτεία
μεσιτεύω
View word page
μεσήεις
μεσήεις μεσήεις, εσσα, εν μέσος middle, middling, Il.

ShortDef

middle, middling

Debugging

Headword:
μεσήεις
Headword (normalized):
μεσήεις
Headword (normalized/stripped):
μεσηεις
IDX:
20766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20787
Key:
mesh/eis

Data

{'content': 'μεσήεις\n μεσήεις, εσσα, εν\n μέσος\n middle, middling, Il.', 'key': 'mesh/eis'}