Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
μεσημβρία
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσημέριος
μεσήρης
μεσίδιος
View word page
μεσεύω
μεσεύω μεσεύω, to keep the middle or mean between two, c. gen., Plat.: absol. to stand mid-way, to be neutral, Xen. like μεσόω

ShortDef

to keep the middle

Debugging

Headword:
μεσεύω
Headword (normalized):
μεσεύω
Headword (normalized/stripped):
μεσευω
IDX:
20764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20785
Key:
meseu/w

Data

{'content': 'μεσεύω\n μεσεύω,\n to keep the middle or mean between two, c. gen., Plat.: absol. to stand mid-way, to be neutral, Xen.\n like μεσόω', 'key': 'meseu/w'}