Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
μεσημβρία
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
View word page
μέσατος
μέσατος μέσᾰτος, η, ον v. μέσσατος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέσατος
Headword (normalized):
μέσατος
Headword (normalized/stripped):
μεσατος
IDX:
20760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20781
Key:
me/satos
Data
{'content': 'μέσατος\n μέσᾰτος, η, ον\n v. μέσσατος.', 'key': 'me/satos'}