Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
μεσημβρία
μεσημβριάω
View word page
μέσακτος
μέσακτος μέσ-ακτος, ον ἀκτή between shores, in mid-sea, Aesch.
ShortDef
between shores, in mid-sea
Debugging
Headword:
μέσακτος
Headword (normalized):
μέσακτος
Headword (normalized/stripped):
μεσακτος
IDX:
20759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20780
Key:
me/saktos
Data
{'content': 'μέσακτος\n μέσ-ακτος, ον\n ἀκτή\n between shores, in mid-sea, Aesch.', 'key': 'me/saktos'}