Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
μεσημβρία
View word page
μεσαιπόλιος
μεσαιπόλιος μεσαι-πόλιος, ον poetic for μεσοπόλιος half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.

ShortDef

half-gray, grizzled

Debugging

Headword:
μεσαιπόλιος
Headword (normalized):
μεσαιπόλιος
Headword (normalized/stripped):
μεσαιπολιος
IDX:
20758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20779
Key:
mesaipo/lios

Data

{'content': 'μεσαιπόλιος\n μεσαι-πόλιος, ον\n poetic for μεσοπόλιος\n half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.', 'key': 'mesaipo/lios'}