μεσαιπόλιος
μεσαιπόλιος
μεσαι-πόλιος, ον
poetic for μεσοπόλιος
half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.
{ "content": "μεσαιπόλιος\n μεσαι-πόλιος, ον\n poetic for μεσοπόλιος\n half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.", "key": "mesaipo/lios" }