Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
μεσημβριάζω
View word page
μεσάγκυλον
μεσάγκυλον μεσ-άγκῠλον, ου, τό, a javelin with a strap (ἀγκύλη) for throwing it by, Eur.
ShortDef
a javelin with a strap
Debugging
Headword:
μεσάγκυλον
Headword (normalized):
μεσάγκυλον
Headword (normalized/stripped):
μεσαγκυλον
IDX:
20757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20778
Key:
mesa/gkulon
Data
{'content': 'μεσάγκυλον\n μεσ-άγκῠλον, ου, τό,\n a javelin with a strap (ἀγκύλη) for throwing it by, Eur.', 'key': 'mesa/gkulon'}