Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
μεσήεις
View word page
μέσαβον
μέσαβον μέσᾰ-βον, ου, τό, μέσος, βοῦς a leathern strap, by which the yoke was fastened to the pole, Hes.
ShortDef
a leathern strap
Debugging
Headword:
μέσαβον
Headword (normalized):
μέσαβον
Headword (normalized/stripped):
μεσαβον
IDX:
20756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20777
Key:
me/sabon
Data
{'content': 'μέσαβον\n μέσᾰ-βον, ου, τό,\n μέσος, βοῦς\n a leathern strap, by which the yoke was fastened to the pole, Hes.', 'key': 'me/sabon'}