Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
μεσεύω
μεσηγύ
View word page
μέροψ
μέροψ μέρ-οψ, οπος, μείρομαι, ὄψ only in pl. as epithet of men, dividing the voice, i. e. articulate-speaking, endowed, with speech, Hom., Hes.:—hence μέροπες as Subst. = ἄνθρωποι, Aesch., Eur.

ShortDef

dividing the voice
Merops

Debugging

Headword:
μέροψ
Headword (normalized):
μέροψ
Headword (normalized/stripped):
μεροψ
IDX:
20755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20776
Key:
me/roy

Data

{'content': 'μέροψ\n μέρ-οψ, οπος,\n μείρομαι, ὄψ\n only in pl. as epithet of men, dividing the voice, i. e. articulate-speaking, endowed, with speech, Hom., Hes.:—hence μέροπες as Subst. = ἄνθρωποι, Aesch., Eur.', 'key': 'me/roy'}