Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
μεσεγγυάω
μεσεγγύημα
View word page
μέρμις
μέρμις a cord, string, rope, Od. deriv. uncertain
ShortDef
a cord, string, rope
Debugging
Headword:
μέρμις
Headword (normalized):
μέρμις
Headword (normalized/stripped):
μερμις
IDX:
20753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20774
Key:
me/rmis
Data
{'content': 'μέρμις\n a cord, string, rope, Od.\n deriv. uncertain', 'key': 'me/rmis'}