Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
μέσαυλος
View word page
μέρμηρα
μέρμηρα μέρμηρα, ης, ἡ, Epic gen. pl. -άων, poet. form of μέριμνα, care, trouble, Hes., Theogn.
ShortDef
care, trouble
Debugging
Headword:
μέρμηρα
Headword (normalized):
μέρμηρα
Headword (normalized/stripped):
μερμηρα
IDX:
20751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20772
Key:
me/rmhra
Data
{'content': 'μέρμηρα\n μέρμηρα, ης, ἡ,\n Epic gen. pl. -άων, poet. form of μέριμνα, care, trouble, Hes., Theogn.', 'key': 'me/rmhra'}