Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερισμός
μερίς
μεριστής
μεριστός
μερίτης
μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μέρμις
μέρος
μέροψ
μέσαβον
μεσάγκυλον
μεσαιπόλιος
μέσακτος
μέσατος
View word page
μέρμερος
μέρμερος μέρμερος, ον causing anxiety, mischievous, baneful, μέρμερα μητίσασθαι to meditate mischief, Il.; μέρμερα ῥέζειν Il.; πολέμοιο μ. ἔργα Il. of persons, anxious, peevish, morose, Plat.

ShortDef

causing anxiety, mischievous, baneful
Mermerus

Debugging

Headword:
μέρμερος
Headword (normalized):
μέρμερος
Headword (normalized/stripped):
μερμερος
IDX:
20750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20771
Key:
me/rmeros

Data

{'content': 'μέρμερος\n μέρμερος, ον\n causing anxiety, mischievous, baneful, μέρμερα μητίσασθαι to meditate mischief, Il.; μέρμερα ῥέζειν Il.; πολέμοιο μ. ἔργα Il.\n of persons, anxious, peevish, morose, Plat.', 'key': 'me/rmeros'}